- παραστίλβω
- παραστίλβω,A gleam, Placit.3.3.2, prob. in Dsc.4.135.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραστίλβω — Α λάμπω, ακτινοβολώ, απαστράπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + στίλβω «λάμπω»] … Dictionary of Greek